εὐομίλητος

εὐομίλητος
εὐομίλ-ητος [ῑ], ον,
A affable,

πρὸς πᾶσαν ἀπάντησιν SIG708.16

(Istropolis, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευομίλητος — εὐομίλητος, ον (Α) επιγρ. ευπροσήγορος, φιλόφρων, καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομιλητος (< ομιλώ), πρβλ. γλυκ ομίλητος, ολιγ ομίλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”